κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
[Seite 662] τό, = δοῦπος, Or. Sib.
δούπημα: τό, βρόντημα, κρότος, δ. βροντῶν Χρησμ. Σιβ. 8. 433.