περίκλεισμα
From LSJ
Full diacritics: περίκλεισμα | Medium diacritics: περίκλεισμα | Low diacritics: περίκλεισμα | Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΜΑ |
Transliteration A: períkleisma | Transliteration B: perikleisma | Transliteration C: perikleisma | Beta Code: peri/kleisma |
ατος, τό,
A enclosed place, Sch.Lyc.615.
[Seite 579] τό, das Umschlossene, Schol. Lycophr. 615.
περίκλεισμα: τό, τόπος περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.