χοεῖον
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
τό,
A = παχὺ ἔντερον (i. e. f.l. for χόριον), Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χοεῖον: τό, παρὰ Σουΐδ. εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένον ἀντὶ χόριον ΙΙ. 2.