παρόψημα
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ατος, τό,
A dainty side-dish, Ath.9.367c ; παροψήματα τῶν ἀμπέλων, i.e. other fruits planted among the vines, Philostr. Her.Prooem.1 :—Dim. παροψ-ημάτιον, τό, Poll.6.56.
German (Pape)
[Seite 528] τό, ein schmackhaftes Nebengericht; Ath. IX, 367 c; Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παρόψημα: τό, πρόσθετον προσφάγιον, Ἀθήν. 367C· παροψήματα τῶν ἀμπέλων, δηλ. αἱ σταφυλαί, Φιλόστρ. 662· ― ὑποκορ.-ημάτιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 56.