θρέομαι
From LSJ
English (LSJ)
only in pres.,
A cry aloud, shriek, always of women, θρέομαι φοβερὰ μεγάλ' ἄχη A.Th.78; elsewh. only in part., μινυρὰ θρεομένας Id.Ag.1165; πάθεα μέλεα θρεομένα Id.Supp.112, cf. E.Hipp.363; αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά Id.Med.51 (trim., elsewh. lyr.).—Act. only in Hsch. (I.-E. dhreu-, cf. θρο-έω, θρῦ-λος.)