blend
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. μιγνύναι, συμμιγνύναι, ἀναμιγνύναι, κεραννύναι, συγκεραννύναι.
Confound: P. and V. φύρειν.
Blended with: P. and V. συμπεφυρμένος (dat.), V. ἀναπεφυρμένος (dat.).
V. intrans.: use pass. of verbs given.
Coincide: P. and V. συμπίπτειν, V. συμπίτνειν.
subs.
P. and V. κρᾶσις, ἡ, σύγκρασις, ἡ (Eur., Frag.) . P. μῖξις, ἡ, σύμμιξις, ἡ.