σύγκρασις
English (LSJ)
-εως, Ion. σύγκρησις, ἡ,
A mixing together, commixture, blending, tempering, Hp.VM24, E.Fr.21.4, Pl. Phlb.64d, etc.; ἡ σύγκρασις τῶν χρωμάτων Id.Plt. 277c; σύγκρασις τῶν στοιχείων (heat and cold) Asclep. ap. Placit.5.21.2; ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις blending of oligarchy with democracy, Th.8.97; ἡ . . ὑγρότης μὴ φέρουσα τὴν πρὸς τὸ φῶς σύγκρασιν Plu.Arat.10; of friendship, Id.Ant.31, BCH49.483 (Delph.); of bodily constitution or temperament, Ptol.Tetr.8,10.
b Astrol., combination of influence of heavenly bodies, Herm. ap. Stob.1.49.3, Ptol. Tetr.83, 121, Man.2.400.
c ἡ σύγκρασις τοῦ ἔτους the temperature or climate, Dsc.1 Praef.7.
II mixture, compound, οὐ θνητὸς οὐδ' ἀθάνατος, ἀλλ' ἔχων τινὰ σ. but compounded so to say of both, Alex.240.2; τὸν καιρὸν . . τῆς σ., i.e. the moment when the dish is neither too hot nor too cold, Id.173.10; τὴν τοῦ βίου σσύγκρασιν Men.685.
German (Pape)
[Seite 969] εως, ἡ, Vermischung; ἔς τινας, Thuc. 8, 97; Plat. Phil. 61 c; χρωμάτων, Polit. 277 c, u. öfter; Plut. Rom. 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mélange, réunion.
Étymologie: συγκεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκρᾱσις, Att. ook ξύγκρᾱσις, Ion. σύγκρησις -εως, ἡ συγκεράννυμι vermenging:. ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις = de vermenging van oligarchische en democratische elementen Thuc. 8.97.2.
Russian (Dvoretsky)
σύγκρᾱσις: εως ἡ смешение, смесь (τῶν χρωμάτων Plat.): ἡ ἑς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξ. Thuc. средняя форма между властью немногих и господством масс; σ. καὶ κοινωνία Plut. тесное общение.
Greek Monotonic
σύγκρᾱσις: -εως, ἡ, ανάμειξη, ανακάτεμα, σύμμειγμα, συγχώνευση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ συγκεραννύναι, σύμμιξις, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Εὐρ. Ἀποσπ. 21. 4, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 10, Πλάτ., κλπ.· ἡ σ. τῶν χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 277C· ἥ τε ἐς τοὺς ὀλίγους καὶ τοὺς πολλοὺς ξύγκρασις, κρᾶμα ὀλιγαρχίας καὶ δημοκρατίας, Θουκ. 8. 97· ἡ... ὑγρότης μὴ φέρουσα τὴν πρός τὸ φῶς σ. Πλουτ. Ἄρατ. 10· ― ἐπὶ φιλίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 31· πρβλ. συγκεράννυμι. ΙΙ. κρᾶμα, μῖγμα, οὐ θνητὸς οὐδ’ ἀθάνατος, ἀλλ’ ἔχων τινὰ σύγκρασιν, ἀλλ’ οὕτως εἰπεῖν σύνθετος ἐξ ἀμφοτέρων, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1· τὸν καιρόν... τῆς συγκράσεως, δηλ. κατὰ τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν τὸ ἔδεσμα οὔτε πολὺ θερμὸν εἶναι οὔτε πολὺ ψυχρόν, ὁ αὐτ. ἐν «Παννυχίδι» 2. 10· τὴν τοῦ βίου σ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 468.
Middle Liddell
σύγ-κρᾱσις, εως,
a mixing together, commixture, blending, tempering, Thuc., Plat., etc.