blend
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. μιγνύναι, συμμιγνύναι, ἀναμιγνύναι, κεραννύναι, συγκεραννύναι.
blended with: P. and V. συμπεφυρμένος (dat.), V. ἀναπεφυρμένος (dat.).
verb intransitive: use pass. of verbs given.
coincide: P. and V. συμπίπτειν, V. συμπίτνειν.
substantive
P. and V. κρᾶσις, ἡ, σύγκρασις, ἡ (Euripides, Fragment) . P. μῖξις, ἡ, σύμμιξις, ἡ.