αἴτημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A request, demand, Pl.R.566b, LXX 1 Ki.1.17, Ev.Luc.23.24, PFlor.296.16 (vi A. D.). II in Logic and Math., postulate, assumption, Arist.APo.76b23, Plu.Demetr.3, Luc.Herm. 74.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτημα: -ατος, τό, παράκλησις, ἀπαίτησις, Πλάτ. Πολ. 566Β, καὶ ἐν τῇ Κ. Δ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῆ ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
demande.
Étymologie: αἰτέω.