ἀγχόνιος

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

α, ον,

   A fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.