φλίω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
German (Pape)
[Seite 1292] = φλιδάω (?).
Greek (Liddell-Scott)
φλίω: φλιδάω, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Παθ. σ. 432.
French (Bailly abrégé)
être enflé, être gonflé.
Étymologie: DELG apparenté à φλύω.