εἰσελαύνω
English (LSJ)
Ep. εἰσ-ελάω: fut. -ελάσω [ᾰ], Att. -ελῶ:—
A drive in, ποιμὴν εἰσελάων [τὴν ποίμνην] Od. 10.83; ἵππους δ' εἰσελάσαντες Il.15.385; τὴν θήλειαν ὁ ἄρρην εἰ. πρὸς τὰ ᾠά Plu.2.962f ; εἰσελαύνειν τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον to keep him to the point, Aeschin.1.176, cf. 3.206. II as if intr., ἔνθ' οἵ γ' εἰσέλασαν [τὴν νῆα] that way they rowed in, Od.13.113; ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν [τὸν ἵππον] when he marched into.., X.An.1.2.26, etc.: c. acc. loci, εἰ. λιμένα A.R.2.672, cf. 1265 ; enter in triumphal procession, Plu.Marc.8; τεθρίππῳ Id.Publ.9; εἰς τὰς Ἀθήνας Ael.VH12.58: c. acc. cogn., εἰσελαύνειν θρίαμβον Plu.Mar.12, Cat.Mi.31.
German (Pape)
[Seite 742] (s. ἐλαύνω), p. εἰσελάω, eintreiben; ποιμὴν εἰσελάων, der die Heerde eintreibende Hirt, Od. 10, 83; hineintreiben, ἵππους Il. 15, 385; das Schiff ans Land, landen, Od. 13, 113; τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον, εἰς τοὺς τοῦ πράγματος λόγους Aesch. 1, 176. 3, 206, Einen nicht abschweifen lassen, sondern bei der Sache zu bleiben nöthigen. – Intr., hineinmarschiren, -reiten u. dergl., εἰς τὴν πόλιν Xen. An. 1, 2, 26; im Triumphzuge einziehen, Plut. Marc. 8 u. öfter; auch τὸν θρίαμβον εἰσήλασε, Mar. 12, wie Cat. min. 31.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσελαύνω: Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. ἐλαύνω ἐντός, ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ ὥσπερ ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος αὐτοῦ δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου αὐτοῦ, χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. ὡσεὶ ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν ἔφιππος εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - εἰσέρχομαι ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσελάσω, ao. εἰσήλασα, etc.
pousser dans ou vers : εἰσελαύνειν ἵππους IL pousser ses chevaux contre ; fig. τινα εἴς τι pousser qqn vers un but ; (s.e. ἵππον, στρατόν, νῆα, etc.) entrer dans, faire son entrée dans : εἰς τὴν πόλιν XÉN dans la ville ; aborder ; à Rome θρίαμβον εἰσελαύνειν PLUT entrer en triomphe, mener le triomphe ; abs. εἰσελαύνειν τεθρίππῳ PLUT mener le triomphe sur un quadrige ; εἰσελαύνειν εἰς τὰς Ἀθήνας ÉL faire son entrée triomphale dans Athènes.
Étymologie: εἰς, ἐλαύνω.