σάρισα

Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A sarissa, a long pike used in the Macedonian phalanx, Thphr.HP3.12.2, Plb.2.69.9, 18.29.2, etc. (Freq. written σάρισσα, OvId.Metam.12.466, Lucan.8.298; but σάρισα appears in most of the best codd. of Plb.2.69, etc., and is recognized by Hdn.Gr.1.267.)

Greek (Liddell-Scott)

σάρῑσα: ἡ, μακρὸν δόρυ ἐν χρήσει ἐν τῇ Μακεδονικῇ φάλαγγι, λόγχη μακρά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 2, Πολύβ. 2. 69, 18, κτλ., ἴδε ἐπὶ πᾶσι 18. 12. Κοινῶς φέρεται σάρισσα, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι φύσει μακρόν, ἴδε Ὀβίδ. Μεταμορφ. 12. 466, Lucan. 8. 298· πρβλ. Λάρισα· ἀλλ’ ὑπάρχει ἡ διάφορ. γραφ. σάρισα ἐν τῷ κειμένῳ τῶν πλείστων ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἴδε Schwigh. εἰς Πολύβ. 2. 69), καὶ ὁ τύπος οὗτος ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ κανόνος τοῦ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 236· παρὰ τοῖς Βυζ. σάριττα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sarisse, lance macédonienne de 14 à 16 pieds de long.
Étymologie: DELG mot macéd.