ἅλμη
English (LSJ)
ἡ, (ἅλς)
A sea-water, brine, Od.5.53, Pi.P.2.80, etc.; spray that has dried on the skin, Od.6.219; salt incrustation on soil, Hdt.2.12, Thphr.CP6.10.4. 2 after Hom., brine, i.e. the sea, Arion l.3, Pi.P.4.39, A.Pers.397, Tim.Pers.96, etc. 3 salt-water, brine used for pickling, Hdt.2.77, Ar.V.1515, Fr.416; ἡ Θασία ἅ. Cratin.6; ἐν ἅλμῃ ἕψειν [τὸν ἰχθύν] Antiph.222, cf.Eub.44; καταπνίγειν Sotad.Com.1.21, etc.: prov., πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς 'first catch your hare, then cook it', Phot. s.v. πρίν. II saltness, esp. as a bad quality in soil, X.Oec.20.12, cf. Thphr.CP6.10.4. 2 salt soil, PLond.2.267.95, al. (i/ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 108] ἡ (ἅλς), das Meerwasser, Hom. sechsmal, Od. 5, 53. 322 (πικρήν); der Schmutz, welchen das getrocknete Meerwasser auf der Haut zurückläßt Od. 6, 137. 219. 225. 23, 237; – Pind. P. 4, 39; selten in Prosa, ἰχθῦς ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Her. 2, 77; Plat. Phaed. 110 a; eine Brühe Ar. Vesp. 1515; salziger Geschmack Her. 2, 12; alles, was salzig ist, vgl. Plat. Tim. 84 b; Xen. Oec. 20, 12; – das Meer selbst Pind. N. 6, 67; Aesch. Pers. 397; Eur. Med. 1276 I. T. 1366 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλμη: ἡ (ἅλς) θαλάσσιον ὕδωρ, «ἅρμη», Ὀδ. Ε. 53, Πίνδ. καὶ Ἀττ. ― ἅλμη τῆς θαλάσσης στεγνώσασα ἐπὶ τοῦ σώματος, Ὀδ. Ζ. 219˙ ἁλμυρὰ ἐπιφάνεια ὡς φλοιὸς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἡρόδ. 2. 12. 2) μεθ’ Ὅμηρ. = τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ, δηλ. ἡ θάλασσα, Ἀρίων 3. (Bgk σελ. 872), Πινδ. Π. 4. 69, Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, κτλ. 3) ὕδωρ μεμιγμένον μεθ’ ἅλατος, ἅλμη, κοινῶς «ἅρμη», Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 1515˙ ἡ Θασία ἅλμη, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3˙ ἐν ἅλμῃ ἕψειν (τὸν ἰχθύν), Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτίδι» 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 1, καταπνίγειν, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις», 1. 21, κτλ. ΙΙ. ἡ ἁλμυρότης, ἰδίως δὲ ὡς ἔνδειξις κακῆς ποιότητος τοῦ ἐδάφους, Ξεν. Οἰκ. 20, 12˙ ἡ ὑπάρχουσα ἐν τῷ χυμῷ τῶν φυτῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 10, 1˙ πρβλ. ἁλμάω, ἁλμήεις, εσσα, εν, = ἁλμυρός, θαλάσσιος, πόρος ἁλμ., ὅ ἐ. ἡ θάλασσα˙ Αἰσχύλ. Ἱκ. 844 (λυρ.). Ἀλλ’ ὁ Ἕρμαννος χάριν τοῦ μέτρου: ἁλμιόεις.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. toute substance salée :
1 eau de mer ; morsure de la peau par l’eau de mer séchée ; p. ext. la mer;
2 saumure;
3 efflorescence saline, salpêtre;
II. goût salé, saveur âcre.
Étymologie: ἅλς².