ἀποδεκατόω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
A tithe, take a tenth of, τι LXX 1 Ki.8.16; πάντα Ev.Luc. 18.12; ἀ. τὸν λαόν take tithe of them, Ep.Hebr.7.5; δεκάτην ἀ. τινός LXXDe.14.22. II pay tithe of, τι LXXGe.28.22, Ev.Matt.23.23, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεκᾰτόω: λαμβάνω τὸ δέκατον πράγματός τινος, τι ἙΒδ. (Βασιλ. Α΄, η΄, 16)· πάντα Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 12· ἀπ. τινὰ λαμβάνω δέκατον παρ’ αὐτοῦ, Ἐπισ. π. Ἑβρ. ζ΄, 5· δεκάτην ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτ. ιδ΄, 22).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 payer ou offrir la dîme;
2 exiger la dîme de qqn, acc..
Étymologie: ἀπό, δεκατόω.