τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
ἑνός: ὁ, λέγεται ὅτι εἶναι = τῷ Λατ. annus, ἔτος, ἐντεῦθεν ἐνιαυτός, δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. ἄφενος.
gén. de εἷς et de ἕν.