θυμιητήριον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 1223] τό, ion. = θυμιατήριον, Her. 4, 162.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιητήριον: Ἰων. ἀντὶ θυμιατήριον, Ἡρόδ. -θυμιητός, ἴδε θυμιᾱτός.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θυμιατήριον.