διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.
ος, ον :terriblement mou, efféminé.Étymologie: αἰνός, θρύπτω.