εἰσφορά

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ, (εἰσφέρω)

   A carrying or gathering in, X.Oec.7.40.    II at Athens, etc., property-tax levied for purposes of war, εἰσφορὰς εἰσφέρειν Antipho 2.2.12, Lys.30.26, cf. Th.3.19, etc.    b in Egypt, special tax, PTeb.89.74, 124.35 (pl.), etc.    2 generally, contribution, χρημάτων Pl.Lg.955d ; αἱ εἰ. τῶν τελῶν Arist.Pol.1313b26.    III introduction, proposal, νόμων D.H.10.4, cf. D.C.37.51.

German (Pape)

[Seite 746] ἡ, das Eintragen, Einernten, Xen. Oec. 7, 40. Gew. = Beitrag, χρημάτων Plat. Legg. XII, 955 d; Xen. Hell. 6, 2, 1; Abgabe, bes. außerordentliche Vermögens- oder Kriegssteuer der Bürger (φόρος der Fremden), εἰσφορὰς εἰσφέρειν, Thuc. 3, 9; Antiph. II β 12; Lys. 7, 31. 21, 3, u. sonst oft bei Rednern; vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 3 ff.; τῶν τελῶν, Tributentrichtung, Arist. Pol. 5, 11; – νόμου, Vorschlag, Einbringung eines Gesetzes, D. Cass. 37, 51 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφορά: ἡ, (εἰσφέρω) τὸ εἰσφερόμενον, ἡ συγκομιδή, γελοία δ’ αὖ... ἡ ἐμὴ εἰσφορὰ φαίνοιτ’ ἄν, εἰ μὴ εἴη ὅστις τὰ εἰσενεχθέντα σῴζοι Ξεν. Οἰκ. 7. 40. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς συνήθεις φόρους, φόρος ἐπὶ τῆς περιουσίας ἐπιβαλλόμενος εἰς τοὺς πολίτας καὶ τοὺς μετοίκους καὶ εἰσπραττόμενος δι’ ἰδιαιτέρας νομικῆς πράξεως πρὸς κάλυψιν ἐλλείματος ἐν ταῖς προσόδοις, μάλιστα ἐκ καιρῷ πολέμου πρὸς κάλυψιν τῶν δαπανῶν, εἰσφορὰν εἰσφέρειν Ἀντιφῶν 117. 33, Θουκ. 3. 19, κτλ.· πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ. Ἀθην. 2. 227, Ἑρμάνν. Νόμ. 955D· ἡ εἰσφορὰ τῶν τελῶν φαίνεται ὅτι εἶναι πληρωμὴ εἰς λογαριασμὸν τῶν τακτικῶν φόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10. ΙΙΙ. πρότασις, νόμου Δίων Κ. 37. 51, κτλ. IV. εἰσαγωγὴ λέξεώς τινος, Διογ. Λ. 7. 67.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
anc. att. ἐσφορά;
1 apport;
2 particul. apport d’une somme d’argent, versement, contribution.
Étymologie: εἰσφέρω.