σύμφθογγος

Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.