ὁμόφθογγος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ὁμόφθογγον, sounding together or giving tongue together, θῆρες Nonn. D. 1.157, etc.
German (Pape)
[Seite 341] gleich-, mitlautend, Nonn. D. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ φθεγγόμενος, ἠχῶν, Νόνν. Δ. 1. 157, κτλ.
Greek Monolingual
ὁμόφθογγος, -ον (Α)
αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + φθόγγος (πρβλ. βαρύφθογγος)].