ἀκαλλιέρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: ἀ, καλλιερέω.