ἀνταλλάττω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German (Pape)
[Seite 243] um-, eintauschen, Thuc. 3, 82; bes. med., für sich, Aesch. Ch. 131; τί τινος, Eur. Hel. 1094; μηδεμιᾶς ὠφελείας τὴν ἐς τοὺς Ἕλληνας εὔνοιαν Dem. 6, 10 u. öfter; ἀντὶ Θηβαίων Λακεδαιμονίους ἀντιπάλους 16, 5.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀνταλλάσσω.