ἐναντίωσις

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A opposition, Th. 8.50, Pl.R.454a; in social intercourse, Arist.EN1126b34; opposition, Sammelb.5356.25 (iv A. D.).    2 disagreement, discrepancy, Isoc.12.203 (pl.), Pl.R.607c, etc.: pl., contrarieties, Arist.Metaph.986b1, al.

German (Pape)

[Seite 827] ἡ, das Entgegnen, der Widerspruch, Thuc. 5, 80; Folgde, auch im plur., Plat. Soph. 259 b; Isocr. 12, 203.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίωσις: -εως, ἡ, τὸ ἐναντιοῦσθαι διὰ λέξεων ἢ πράξεων, δείσας (ὁ Φρύνιχος) πρὸς τὴν ἐναντίωσιν τῶν ὑφ’ ἑαυτοῦ λεχθέντων, φοβηθεὶς διὰ τοὺς λόγους οὓς εἶπεν ἐναντίον τοῦ Ἀλκιβιάδου, Θουκ. 8. 50, Πλάτ. Πολ. 454Α· ἐναντία διαγωγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 7. 2) διαφωνία, διαφορά, Ἰσοκρ. 275C. (ἐν τῷ πληθ.), Πλάτ. Πολ. 607C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 contradiction;
2 désaccord.
Étymologie: ἐναντιόομαι.