ἀποχαλάω
English (LSJ)
A slack away, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός Ar.Nu.762; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b(s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 336] (s. χαλάω), nachlassen, τὴν φροντίδα Ar. Nubb. 752; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχᾰλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω καὶ ἀφίνω, ἀποχάλα τὴν φροντίδ’ εἰς τὸν ἀέρα, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία ἐν Κυζίκῳ καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος) Ἀριστοφ. Νεφ. 762· ἑαυτὸν δὲ πως ἀποχαλάσας ἀναπληρώσει Πλούτ. 2. 655Β.