ὀνομασία

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A name, Hippias 1 J.(pl.), Pl.Plt.275d, Arist.Top.148b20, al., SIG827v6 (pl., Delph., ii A.D.).    2 nomination for office, POxy.1642.3 (iii A.D.), 2130.12 (iii A.D.), Jul.Mis.368b (pl.).    II expression, language, ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀ. by means of language, Arist. Po.1450b14 ; διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου κοινότητα Epicur.Nat.14.10, cf. Phld.Rh.1.208 S., Po.2.37 (both pl.), D.H. Comp.25, Dem.56 ; κανὼν ὀνομασίας Demetr.Eloc.91.

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, = Folgdm; Plat. Polit. 275 d; Arist. top. 1, 3 u. Sp., wie Pol. 3, 87, 4; ἐπιφέρειν τινὶ ταύτην τὴν ὀνομασίαν, 17, 15, 1; D. Hal. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰσία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. appellatio, ἡμᾶς ἔλαθε κατὰ τὴν ὀνομασίαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Πολιτικ. 275D, Ἀριστ. Τοπ. 6. 10, 5, κ. ἀλλ.· λέξις διὰ τῆς ὀν., δι’ ὀνομάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 6. 26. ΙΙ. ἔκφρασις, τρόπος ἐκφράσεως, γλῶσσα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, π. Δημοσθ. 56.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désignation par un nom, appellation.
Étymologie: ὀνομάζω.