βοτρυχώδης
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ες, restored metri gr. for βοστρυχώδης, E.Ph.1485 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βοτρυχώδης: -ες, = βοστρυχώδης, Εὐρ. Φοιν. 1485, ἔνθα ἴδε Δινδ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. βοστρυχώδης.
Étymologie: βότρυχος, -ωδης.