Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Menander, Monostichoi, 82German (Pape)
[Seite 896] τό, = σκῆπτρον, σκήπων, Stab, Scepter; σκηπανίῳ γαιήοχος ἀμφοτέρω κεκοπώς, Il. 13, 59, wie σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέρας 24, 247; sp. D., wie Eryc. 9 (IX, 233).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bâton ; sceptre.
Étymologie: σκήπτω.