ὀνοστός

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be blamed or scorned, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164 ; οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235. Adv. -στῶς Eust.1101.2 :—also ὀνοτός, Pi.I.4(3).50, Call.Del.20, A.R.4.91.

German (Pape)

[Seite 350] geschmäht, getadelt, zu tadeln, δῶρα μὲν οὐκέτ' ὀνοστὰ διδοῖς, nicht zu verschmähende, nicht zu verachtende Geschenke, Il. 9, 164.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοστός: -ή, -όν, ἄξιος μομφῆς ἢ περιφρονήσεως, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ’ ὀνοστὰ διδοῖς Ἰλ. Ι. 164· οὐδ’ ὀνοστὸς ἐν μάχαις Νικόφρ. 1235. ― Ἐπίρρ., -στῶς, Εὐστ. 1101. 2. ― Ὡσαύτως ὀνοτὸς (ὡς θαυματὸς ἀντὶ θαυμαστός), Πινδ. Ι. 4. 85, Καλλ. εἰς Δῆλ. 20, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, εὐτελῆ, φαῦλα ἢ καὶ ἄμεμπτα».

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
méprisable.
Étymologie: adj. verb. de ὄνομαι.