διαχράομαι

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

fut. -ήσομαι, Dor. 3sg.

   A διαχρησεῖται Theoc.15.54.    I Dep., c. dat. rei, use constantly or habitually, chiefly in Hdt., τῇ αὐτῇ γλώσσῃ 1.58; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2.127; οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται 1.71, cf. 2.77; ἐσθῆτι φοινηκηΐῃ 4.43; τῇ ἀληθείῃ δ. speak the truth, 3.72; οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3.66, cf. 6.58; ἀρετῇ 7.102; ἀγνωμοσύνῃ 6.10; ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7.210; νόμοις τοῖς προτέροισιν Ar.Ec.609; λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ. use hunger as a sauce, X.Cyr.1.5.12.    b of passive states, meet with, suffer under, συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Hdt. 3.117, 1.167; αὐχμῷ δ. Id.2.13.    2 treat, handle, ἀνομώτατα Str. 6.1.8: c. acc., destroy, kill, Hdt.1.24, 110, Antipho1.23, Th.3.36, etc.    II Pass., to be lent out to different persons, v. διακίχρημι.    2 to be killed, D.L.1.102.    III later in Act., διαχράω reveal by oracle, τελετήν Orac. ap. Phleg.Olymp.Fr.1.

German (Pape)

[Seite 613] ion. auch διαχρέομαι, διαχρέωνται (s. χράω); 1) fortwährend brauchen, übh. = brauchen, sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσθῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληθείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέθρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. tödten; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; νόσος διαχρωμένη σῶμα, aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = behandeln; τοῖς ἐναντίοις τὸ ἴδιον δέμας Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

διαχράομαι: μέλλ. -ήσομαι, μετὰ Δωρ. γ΄ ἑνικοῦ διαχρησεῖται Θεόκρ. 15. 54. Ι. ἀποθ., μετὰ δοτ. πράγματος, μεταχειρίζομαι συνεχῶς ἢ συνήθως τι, τῇ αὐτῇ γλώσσῃ Ἡρόδ. 1. 58· τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2. 127· οὐκ οἴνῳ διαχρέονται 1. 71, πρβλ. 2. 77 ἐσθῆτι φοινικηΐῃ 4. 43· τῇ ἀληθείῃ δ., ὁμιλῶ τὴν ἀλήθειαν, 3. 72· οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3. 66, πρβλ. 6. 58 ἀρετῇ 7. 102· ἀγνωμοσύνῃ 6. 10· ἀναδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7. 210· -σπάνιον παρ’ Ἀττ., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ., μεταχειρίζομαι τὴν πεῖναν ὡς καρύκευμα ἢ ἄρτυμα, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12. β) ὡς τὸ Λατ. utor, ἐπὶ παθητικῶν καταστάσεων, συναντῶ, περιπίπτω, ὑποφέρω, συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Λατ. affici morte, Ἡρόδ. 3. 117., 1. 167· αὐχμῷ δ. ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαι διὰ τέλους, καταναλίσκω, καταστρέφω, φονεύω, Λατ. conficere, 1. 24, 110, Ἀντιφῶν 113. 45, Θουκ. 1. 126., 3. 36, κτλ. ΙΙ. Παθ., δίδομαι εἰς διαφόρους ὡς δάνειον, κατὰ διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον Δημ. 817. 1· πρβλ. χράω (C) Β. 2) παθ., φονεύομαι, Διογ. Λ. 1. 102.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ion. διαχρέομαι;
f. διαχρήσομαι;
I. 1 user habituellement de, τινι;
2 en gén. user de, faire l’expérience de, éprouver (au sens du lat. uti) : συμφορῇ μεγάλῃ HDT éprouver un grand malheur ; ὀλέθρῳ κακίστῳ HDT périr de la mort la plus cruelle;
3 user de, càd manier, traiter, acc.;
II. user jusqu’au bout ; consumer, épuiser ; faire périr, tuer : νόσος διαχρωμένη PLUT la maladie qui use le corps.
Étymologie: διά, χράομαι.