διακίχρημι

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακίχρημι Medium diacritics: διακίχρημι Low diacritics: διακίχρημι Capitals: ΔΙΑΚΙΧΡΗΜΙ
Transliteration A: diakíchrēmi Transliteration B: diakichrēmi Transliteration C: diakichrimi Beta Code: diaki/xrhmi

English (LSJ)

lend to various persons:—Pass., διακεχρημένον τάλαντον D.27.11.

Spanish (DGE)

prestar a varias personas dinero, en v.pas. τάλαντον D.27.11.

French (Bailly abrégé)

prêter (de l'argent) à diverses personnes.
Étymologie: διά, κίχρημι.

German (Pape)

(κίχρημι), an Mehrere verleihen, τάλαντον διακεχρημένον Dem. 27.11, nach Harp. κατὰ μέρος δεδανεισμένον.

Russian (Dvoretsky)

διακίχρημι: (о деньгах) ссужать под проценты (τάλαντον διακεχρημένον Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

διακίχρημι: δανείζω εἰς διαφόρους· ἐν τῷ παθ., διακεχρημένον τάλαντον Δημ. 817. 2.

Greek Monolingual

διακίχρημι (Α) κίχρημι
φρ. «διακεχρημένον τάλαντον» — χρηματικό ποσό δανεισμένο σε πολλούς.

Greek Monotonic

διακίχρημι: δανείζω σε διάφορα πρόσωπα — Παθ., διακεχρημένον τάλαντον, σε Δημ.

Middle Liddell

to lend to various persons:—Pass., διακεχρημένον τάλαντον Dem.