ὀλιγαρχικῶς
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des sentiments oligarchiques.
Étymologie: ὀλιγαρχικός.
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
adv.
avec des sentiments oligarchiques.
Étymologie: ὀλιγαρχικός.