νοσηματικός
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ή, όν,
A morbid, diseased, Arist.GA725a11; ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Id.Pr.881b8; τὰ ν. Id.HA521a28; ν. τῷ σώματι Plu.2.245c. Adv. -κῶς Thphr.CP6.10.5.
Greek (Liddell-Scott)
νοσημᾰτικός: -ή, -όν, νοσηρός, φιλάσθενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 18, 44· ν. τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 5. 9· τὰ ν. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
maladif, malade.
Étymologie: νόσημα.