τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
[Seite 1086] dor. für εὐπάρῃος, = εὐπάρειος, Pind. P. 12, 16.
ος, ον :c. εὐπάρειος.