διερωτάω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
A cross-question, τινά Pl.Ap.22b, Grg.458a, etc.; δ. τινά τι Id.Prt.315c. II ask constantly or continually, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς . . τί βούλεσθε; D.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
διερωτάω: ἐρωτῶ ποικιλοτρόπως, ἀνακρίνω, τινα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Γοργ. 458Α, κτλ.· δ. τινά τι ὁ αὐτ. Πρωτ. 315C. ΙΙ. ἐρωτῶ ἐπιμόνως ἢ συνεχῶς, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε ; Δημ. 34. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 interroger en détail : τινα qqn;
2 interroger avec persistance, ne cesser de questionner.
Étymologie: διά, ἐρωτάω.