καλλιαρία
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ἡ, Dor. for Καλλιερία,
A auspicious sacrifice (cf. καλλιερέω), Abh.Berl.Akad.1928(6).16 (Cos).