ἀρχικυβερνήτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A chiefpilot, Str.15.1.28, Plu.Alex.66, PGrenf. 2.80.8 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 366] Obersteuermann, Strab.; Plut. Alex. 66 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχικῠβερνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνώτατος κυβερνήτης, ἀρχικυβερνήτης ὢν τοῦ παντὸς στόλου Διόδ. 20. 50, Στράβ. 698, Πλουτ. Ἀλέξ. 66.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pilote-chef, chef général de la timonerie ou ingénieur du bord.
Étymologie: ἄρχω, κυβερνήτης.