ἀνώτατος
English (LSJ)
η, ον, Sup.Adj.formed from ἄνω (B), topmost, τὰ ἀνώτατα Hdt.2.125; θεῶν τῶν ἀνωτάτων νοητικός Euryph. ap. Stob.4.39.27 (ἀνωτάτω Mein.); ἡ ἀ. χάρις D.Chr.31.32. Adv. ἀνωτάτω, v. ἄνω (B).
Spanish (DGE)
-ον
adj. sup. de ἄνω
1 más elevado de una pirámide subst. τὰ ἀνώτατα las partes más altas Hdt.2.125.
2 más al interior subst. τὰ ἀνώτατα Αἰγύπτου LXX To.8.3.
3 superior, más grande ἡ ἀνωτάτη χάρις D.Chr.31.32, ὕβριν ἀνωτάτην μοι ἐποίησεν BGU 242.14, cf. SB 9458.16, ἡ ... ἀνωτάτη διαίρεσις Alex.Aphr.in SE 20.27.
German (Pape)
[Seite 269] der Oberste, Höchste, τὰ ἀνώτατα Her. 2, 125 u. öfter; Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
le plus haut : τὰ ἀνώτατα HDT la région supérieure.
Étymologie: ἄνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώτατος: высший, высочайший Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ., ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω· τὰ ἀνώτατα Ἡρόδ. 2. 125· θεοὶ ἀνώτατοι Εὐρύφαμ. παρὰ Στοβ. 555. 53: - Ἐπίρρ. ἀνωτάτω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώτατος, -η, -ον)
ανώτερος όλων, υπέρτατος, ύψιστος.
Greek Monotonic
ἀνώτατος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. σχημ. από το ἄνω, υπέρτατος, σε Ηρόδ.· επίρρ., ἀνωτάτω, βλ. ἄνω.
Middle Liddell
Sup. adj. formed from ἄνω, topmost, Hdt.