ἀρχικυβερνήτης

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχικῠβερνήτης Medium diacritics: ἀρχικυβερνήτης Low diacritics: αρχικυβερνήτης Capitals: ΑΡΧΙΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
Transliteration A: archikybernḗtēs Transliteration B: archikybernētēs Transliteration C: archikyvernitis Beta Code: a)rxikubernh/ths

English (LSJ)

ἀρχικυβερνήτου, ὁ, chiefpilot, Str.15.1.28, Plu.Alex.66, PGrenf. 2.80.8 (v A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ piloto oficial de la nave de Alejandro Magno, ref. al navegante Onesícrito, Plu.Alex.66, tal vez irón., por sus fabulosas historias, Str.15.1.28, de Timóstenes Rodio, piloto oficial de Ptolomeo II, Marcian.Proëm.2
de otros jefe de pilotos ἀ. τοῦ σύμπαντος στόλου D.S.20.50, cf. PGrenf.2.80.8 (V d.C.).

German (Pape)

[Seite 366] Obersteuermann, Strab.; Plut. Alex. 66 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pilote-chef, chef général de la timonerie ou ingénieur du bord.
Étymologie: ἄρχω, κυβερνήτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχικῡβερνήτης: ου ὁ главный кормчий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχικῠβερνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνώτατος κυβερνήτης, ἀρχικυβερνήτης ὢν τοῦ παντὸς στόλου Διόδ. 20. 50, Στράβ. 698, Πλουτ. Ἀλέξ. 66.

Greek Monolingual

ἀρχικυβερνήτης, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους κυβερνήτες, ο αρχηγός του στόλου ή μοίρας.

Greek Monotonic

ἀρχικῠβερνήτης: -οῦ, ὁ, ανώτατος κυβερνήτης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

a chief pilot, Plut.