βαρύθω

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ῠ],

   A to be weighed down, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Il.16.519; βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς (sc. ὕβρεως) Hes.Op.215; καμάτῳ A.R.2.47; ὑπὸ κύματος Nic.Th.135.    2 abs., to be heavy, στάλα AP7.481 (Philet.); βαρύθεσκε . . γυῖα A.R.1.43:—Pass., Max. 212, Q.S.13.6.

German (Pape)

[Seite 434] beschwert sein, niedergedrückt werden, βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ Iliad. 16, 519, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. O. 213 u. sp. D., wie βαρύθεσκέ οἱ γυῖα Ap. Rh. 1, 43; τινί 2, 47; ὑπό τινι Nic. th. 135; schwer sein, στήλη Philet. 2 (VII, 481).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύθω: [ῠ], καταβαρύνομαι, βαρύθει δέ μοι ὧμος ὑπ’ αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Ἰλ, II. 519· βαρύθει δέ θ’ ὑπ’ αὐτῆς, καταβαρύνεται, καταβάλλεται, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 213· καμάτῳ, Ἀπολλ. Ρόδ Β. 47· ὑπὸ κύματι Νίκ. Θ. 135. 2) ἀπολ., εἶμαι βαρύς, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 481· βαρύθεσκε… γυῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 43· -οὕτως ἐν τῷ παθ., Μάξιμ. π. καταρχ. 212, Κόϊντ. Σμ. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être chargé, être accablé : ὑπό τινος, de qch.
Étymologie: βαρύς.