βαρύστονος

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις . . ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. -νως A.Eu.794.    II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.

German (Pape)

[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. -στόνως, Aesch. Eum. 761.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. intr. qui pousse des gémissements profonds litt. graves;
II. fig. qu’on pleure avec des gémissements profonds litt. graves.
Étymologie: βαρύς, στένω.