βαρύστονος
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
βαρύστονον,
A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. βαρυστόνως = with deep groans A.Eu.794.
II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.
Spanish (DGE)
(βᾰρύστονος) -ον
I 1de pers. que lanza graves gemidos, gimoteante de actores trágicos, esp. de Esquines ὑποκριταί D.18.262, τοῖς βαρυστόνοις ὑποκριταῖς ... ὑπετραγῴδησεν Philostr.VS 507, cf. Plu.2.1086e.
2 de cosas o situaciones que provoca un grave lamento κήδεα Orác. en Paus.10.9.11, λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι S.OT 1233
•de profundo bramido λίθος AP 9.246 (Marc.Arg.).
3 de pers. desdichado Hsch.
II adv. βαρυστόνως = gravemente doloroso μὴ βαρυστόνως φέρειν A.Eu.794.
German (Pape)
[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. βαρυστόνως, Aesch. Eum. 761.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. intr. qui pousse des gémissements profonds litt. graves;
II. fig. qu'on pleure avec des gémissements profonds litt. graves.
Étymologie: βαρύς, στένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύστονος -ον βαρύς, στόνος
1. zwaar kreunend:. τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις ὑποκριταῖς de toneelspelers, bijgenaamd ‘de kreuners’ Dem. 18.262; βαρυστόνως φέρειν opvatten als reden voor zwaar gekreun Aeschl. Eum. 794.
2. zwaar te bejammeren, zeer smartelijk.
Russian (Dvoretsky)
βαρύστονος:
1 тяжело стонущий, вздыхающий (ὑποκριταί Dem.);
2 падающий со звоном (λίθος Anth.);
3 исторгающий стоны, прискорбный Soph.
Middle Liddell
στένω
I. groaning heavily, bellowing, Dem.:—adv. -νως, Aesch.
II. of things, heavily lamented, grievous, Soph.
Greek Monolingual
βαρύστονος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος
2. εκείνος που αντηχεί βαριά
3. ο εγγαστρίμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»].
Greek Monotonic
βᾰρύστονος: -ον (στένω),
I. αυτός που στενάζει βαριά, που αναστενάζει· με σκωπτική σημασία, σε Δημ.· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυθρήνητος, βαριά πενθούμενος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.