βαρύστονος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠστονος Medium diacritics: βαρύστονος Low diacritics: βαρύστονος Capitals: ΒΑΡΥΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: barýstonos Transliteration B: barystonos Transliteration C: varystonos Beta Code: baru/stonos

English (LSJ)

βαρύστονον,
A groaning heavily, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς nicknamed the bellowers, D.18.262, cf. Epicur.Fr.114,237; resounding, λίθος AP9.246 (Marc. Arg.). Adv. βαρυστόνως = with deep groans A.Eu.794.
II of things, heavily lamented, grievous, S.OT 1233, Orac. ap. Paus.10.9.11.

Spanish (DGE)

(βᾰρύστονος) -ον
I 1de pers. que lanza graves gemidos, gimoteante de actores trágicos, esp. de Esquines ὑποκριταί D.18.262, τοῖς βαρυστόνοις ὑποκριταῖς ... ὑπετραγῴδησεν Philostr.VS 507, cf. Plu.2.1086e.
2 de cosas o situaciones que provoca un grave lamento κήδεα Orác. en Paus.10.9.11, λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι S.OT 1233
de profundo bramido λίθος AP 9.246 (Marc.Arg.).
3 de pers. desdichado Hsch.
II adv. βαρυστόνως = gravemente doloroso μὴ βαρυστόνως φέρειν A.Eu.794.

German (Pape)

[Seite 435] schwer seufzend, stöhnend, Soph. O. R. 1233 u. a. Sp.; ὑποκριταί Dem. 18, 262; λίθος M. Arg. 26 (IX, 246). – Adv. βαρυστόνως, Aesch. Eum. 761.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. intr. qui pousse des gémissements profonds litt. graves;
II. fig. qu'on pleure avec des gémissements profonds litt. graves.
Étymologie: βαρύς, στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύστονος -ον βαρύς, στόνος
1. zwaar kreunend:. τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις ὑποκριταῖς de toneelspelers, bijgenaamdde kreuners’ Dem. 18.262; βαρυστόνως φέρειν opvatten als reden voor zwaar gekreun Aeschl. Eum. 794.
2. zwaar te bejammeren, zeer smartelijk.

Russian (Dvoretsky)

βαρύστονος:
1 тяжело стонущий, вздыхающий (ὑποκριταί Dem.);
2 падающий со звоном (λίθος Anth.);
3 исторгающий стоны, прискорбный Soph.

Middle Liddell

στένω
I. groaning heavily, bellowing, Dem.:—adv. -νως, Aesch.
II. of things, heavily lamented, grievous, Soph.

Greek Monolingual

βαρύστονος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κλαίμε πικρά, αξιοθρήνητος
2. εκείνος που αντηχεί βαριά
3. ο εγγαστρίμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + στόνος < στένω «στενάζω, βογγώ»].

Greek Monotonic

βᾰρύστονος: -ον (στένω),
I. αυτός που στενάζει βαριά, που αναστενάζει· με σκωπτική σημασία, σε Δημ.· επίρρ. -νως, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πράγματα, πολυθρήνητος, βαριά πενθούμενος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύστονος: -ον, ὁ ἐκ βάθους ἤ βαρέως στενάζων, τοῖς βαρυστόνοις ἐπικαλουμένοις… ὑποκριταῖς, σκωπτικῶς τοῖς ἐκ βάθους στενάζουσι, Δημ. 314. 11, πρβλ. Ἐπίκουρ. ἐν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. –νως Αἰσχύλ. Εὐμ. 794. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βαρέως θρηνούμενος, πενθούμενος, θλιβερός, Σοφ. Ο. Τ. 1233, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 9, 11.

English (Woodhouse)

lamentable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)