βίβλος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, Bast der Papyrusstaude, s. βύβλος; daraus gemachtes Papier; Buch, Aesch. Suppl. 946; Her. 5, 58; Plat. Theaet. 162 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βίβλος: ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου (βύβλοςκαθόλου, φλοιός, Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. βιβλίον τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ ἐννέα βιβλία ἤτοι διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. βύβλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 écorce intérieure ou moelle du papyrus ; écorce en gén.
2 écrit, livre.
Étymologie: cf. βύβλος.