δασύθριξ
From LSJ
German (Pape)
[Seite 524] τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113);δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, ὁ πυκνόθριξ, ὁ πλήρης τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ, τό)
aux poils épais, velu.
Étymologie: δασύς, θρίξ.