Ἑλικώνιος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
α, ον,
A Heliconian, of Helicon, παρθένοι Pi.I.8(7).63. II title of Poseidon, Ἑ. ἄναξ Il.20.404: acc. to Sch., from Helice in Achaia, where he was especially honoured, 8.203 (but cf. Aristarch. ap.EM547.16, h.Hom.22.3).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλῐκώνιος: -α, -ον, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἑλικώνιαι παρθένοι, αἱ Μοῦσαι, Πινδ. Ι. 7. (8), 127. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, Ἑλικώνιον ἀμφὶ ἄνακτα Ἰλ. Υ. 404, κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἑρμηνευτὰς ἀπὸ τῆς ἐν Ἀρχαίᾳ Ἑλίκης, ἔνθα ἰδιαιτέρως ἐτιμᾶτο, Ἰλ. Θ. 203· ἀλλ’ ἴδε Ὕμν. Ὁμ. 21. 3.
French (Bailly abrégé)
1α, ον :
de l’Hélicon.
Étymologie: Ἑλικών.
2α, ον :
d’Hélikè, en Achaïe.
Étymologie: -.