Ναύπακτος
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ἡ, (ναῦς, πήγνυμι)
A Naupactus, on the north of the gulf of Corinth, Th.2.91:—Adj. Ναυπάκτιος, α, ον, A.Supp.262, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ναύπακτος: ἡ, (ναῦς, πήγνυμι) πόλις τις ἐπὶ τῆς βορείου παραλίας τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, Θουκ. 2. 91· ― ἐπίθετ. Ναυπάκτιος, α, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 292, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Naupacte (Lépante), ville sur le golfe de Corinthe.
Étymologie: ναῦς, πήγνυμι.