ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
fut. de μαίομαι.