ἐξώτατος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἔξω, τοῦ ἐξωτάτου Ἑβδ. (Γ΄, Βασιλ. ϛʹ, 29, καὶ διάφ. γρ. ἐν Νεεμ. ΙΑ΄, 16).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
tout à fait au dehors, tout à fait éloigné.
Étymologie: ἔξω.