εὐμήχανος

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμήχανος Medium diacritics: εὐμήχανος Low diacritics: ευμήχανος Capitals: ΕΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: eumḗchanos Transliteration B: eumēchanos Transliteration C: evmichanos Beta Code: eu)mh/xanos

English (LSJ)

Dor. εὐμάχ- [μᾱ], ον,    I of persons, skilful in contriving, inventive, opp. ἀμήχανος, A.Eu.381 (lyr.), Pl.Prt.344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.Cra.408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.H. 4.593: with a Prep., εὐ. πρὸς τὸν βίον, of birds, full of devices for supporting life, Arist.HA614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, Gp.15.3.1; ἔν τινι D.S.20.92: τὸ εὐ., = foreg., Plu.2.830c. Adv. -νως Ph. 1.170, Plu.Per.31, Aristaenet.2.15, etc.    II Pass., of things, skilfully contrived, ingenious, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ar.Eq.759 (-ος πορίζειν Bentl.); ἐπίνοιαι Pl.R.600a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐμάχανος ᾱ, ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐφυὴς ἐν τῷ ἐφευρίσκειν, ἐπινοητικός, ἐφευρετικός, ἀντίθετ. τῷ ἀμήχανος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 381, Πλάτ. Πρωτ. 324D, κτλ.: - μετὰ γεν., εὐμήχανος λόγου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408Β· ἁλίων εὐμ. ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 4. 593: - μετὰ προθέσ., εὐμ. πρὸς τὸν βίον, ἐπὶ πτηνῶν, πλήρης ἐπινοήσεων πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1, πρβλ. 18, 1· ἔν τινι Διόδ. 20. 92· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Πλούτ. 830Β. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Περικλ. 31, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 759· ἐπίνοιαι Πλάτ. Πολ. 600Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;
2 bien inventé, fait avec adresse, avec art.
Étymologie: εὖ, μηχανή.