κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
κακκῆαι: Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ κατακαίω.
inf. ao. épq. (avec sync. et assimil.) de κατακαίω.